τηλ(ε)αυτογραφία

τηλ(ε)αυτογραφία
η, Ν
μετάδοση κειμένου ή σχεδίου με τηλεαυτογράφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)αυτογράφος. Ο τ. τηλαυτογραφία παρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”